- ακολούθημα
- το, -ατοςτο αποτέλεσμα: Αυτής του της ζωής ακολούθημα ήταν να χάσει την υγεία του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακολούθημα — το [ακολουθώ] 1. το να ακολουθεί κανείς, η παρακολούθηση 2. αυτό που ακολουθεί, αποτέλεσμα, επακόλουθο … Dictionary of Greek
ακολουθώ — (Α ἀκολουθῶ, έω) (Ν. και ακολουθάω και ακλουθώ, έω, άω) 1. πηγαίνω μαζί με κάποιον ή μετά από κάποιον 2. ενεργώ σύμφωνα με κάποιον ή κάτι, συγκατανεύω, συμμορφώνομαι, προσαρμόζομαι 3. έρχομαι ως συνέπεια, επακολουθώ, απορρέω 4. ακολουθώ κάποιον… … Dictionary of Greek
συνακόλουθος — η, ο / συνακόλουθος, ον, ΝΜΑ [ἀκόλουθος] νεοελλ. 1. επακόλουθος, παρεπόμενος, αυτός που ακολουθεί κατά λογική αναγκαιότητα 2. συνεπής, σύμφωνος προς τον εαυτό του 3. το ουδ. ως ουσ. το συνακόλουθο το ακολούθημα, το επακόλουθο, η συνέπεια («η… … Dictionary of Greek
ՀԵՏԵՒԱՆՔ — (նաց.) NBH 2 0091 Chronological Sequence: 6c, 7c, 8c, 10c, 13c գ. ՀԵՏԵՒԱՆՔ ἁκολούθημα, ἁκολούθησις , ἁκολουθεία, τὰ ἁκολούθα consequentia, circumstantia. որ եւ ՀԵՏԵՒՈՒԹԻՒՆ, ՀԵՏԵՒՈՒՄՆ, ԶՀԵՏԵՐԹԱՆՔ. Հանգամանք. պարագայք. ընթացք. գնացք. կարգ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՀԵՏԵՒՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0092 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c գ. ՀԵՏԵՒՈՒԹԻՒՆ ՀԵՏԵՒՈՒՄՆ ἁκολουθία, ἁκολούθημα, τὸ ἁκόλουθον sequela, sequentia, consequentia. Հետեւանք. հետեւողութիւն. հետեւելն ըստ ամենայն նշ. կարգ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՀԵՏԵՒՈՒՄՆ — (եւման.) NBH 2 0092 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c ՀԵՏԵՒՈՒԹԻՒՆ ՀԵՏԵՒՈՒՄՆ ἁκολουθία, ἁκολούθημα, τὸ ἁκόλουθον sequela, sequentia, consequentia. Հետեւանք. հետեւողութիւն. հետեւելն ըստ ամենայն նշ. կարգ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
παρακολούθημα — το συνέπεια, ακολούθημα ενέργειας ή γεγονότος: Φυσικό παρακολούθημα του σεισμού είναι ο πανικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)